Δείτε επίσης: ὤνια

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ώνια : ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο < αρχαία ελληνική ὤνιος < ὠνέομαι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ώνια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • τα ψώνια, τα αγαθά που αγοράζουμε (κυρίως στη στρατιωτική γλώσσα)

  Μεταφράσεις επεξεργασία