Ετυμολογία

επεξεργασία

ὤνια < ουσιαστικοποιημένο επίθετο, από τον πληθυντικό του ουδέτερου του επιθέτου ὤνιος, ὠνία, ὤνιον < ὠνέομαι

Το αρσενικό ὤνιος όπως και το συγγενές ὠνητός χρησιμοποιείτο και για να χαρακτηρίσει τον δωροδοκούμενο ή εξαγοράσιμο άνθρωπο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὤνια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

τά ὤνια τῶν ὠνίων τοῖς ὠνίοις τά ὤνια ὦ ὤνια

Συγγενικά

επεξεργασία
  • ὠνητός (αγοραστός αλλά και εξαγοράσιμος)

Δείτε επίσης

επεξεργασία