crâneur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- crâneur < crâne
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | crâneur | crâneurs |
θηλυκό | crâneuse | crâneuses |
crâneur (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | crâneur | crâneurs |
θηλυκό | crâneuse | crâneuses |
crâneur (fr)