esbroufeur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- esbroufeur < esbroufer
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | frimeur | frimeurs |
θηλυκό | frimeuse | frimeuses |
esbroufeur (fr)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη esbroufer