επιδειξίας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- επιδειξίας < επίδειξ(η) + -ίας, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική exhibitionniste
Ουσιαστικό
επεξεργασία
επιδειξίας αρσενικό
- αυτός που προκαλεί, ιδίως με την επίδειξη των γεννητικών του οργάνων
- (ιατρική) αυτός που πάσχει από επιδειξιομανία
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επιδειξίας