outrecuidant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
outrecuidant | outrecuidants |
Επίθετο
επεξεργασίαoutrecuidant (fr) αρσενικό (θηλυκό outrecuidante)
- υπεροπτικός
- Un personnage outrecuidant. Ένας υπερόπτης.
- αλαζόνας
- Proposition outrecuidante. Αλαζονική πρόταση.
- γεμάτος έπαρση
- Propos outrecuidants. Λόγια γεμάτα έπαρση.