↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταπεινότητα οι ταπεινότητες
      γενική της ταπεινότητας των ταπεινοτήτων
    αιτιατική την ταπεινότητα τις ταπεινότητες
     κλητική ταπεινότητα ταπεινότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ταπεινότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ταπεινότης (χαμηλό ανάστημα, εξευτελισμός) από την αιτιατική ενικού «τὴν ταπεινότητα»

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ta.piˈno.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τα‐πει‐νό‐τη‐τα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ταπεινότητα θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

ταπεινότητα θηλυκό