humilité
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /y.mi.li.te/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
humilité | humilités |
humilité (fr) θηλυκό
- η ταπεινοφροσύνη, η ταπεινοσύνη, η μετριοφροσύνη, η ταπεινότητα
ενικός | πληθυντικός |
humilité | humilités |
humilité (fr) θηλυκό