ταπεινότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ταπεινότης | αἱ | ταπεινότητες |
γενική | τῆς | ταπεινότητος | τῶν | ταπεινοτήτων |
δοτική | τῇ | ταπεινότητῐ | ταῖς | ταπεινότησῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | ταπεινότητᾰ | τὰς | ταπεινότητᾰς |
κλητική ὦ! | ταπεινότης | ταπεινότητες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ταπεινότητε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ταπεινοτήτοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ταπεινότης < ταπεινό(ς) + -της
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: ταπεινότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαταπεινότης, -ητος θηλυκό
- η ιδιότητα του χαμηλού αναστήματος
- εξευτελισμός
- αθυμία
- αχρειότητα, ευτέλεια
Πηγές
επεξεργασία- ταπεινότης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ταπεινότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.