↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ταπεινότης αἱ ταπεινότητες
      γενική τῆς ταπεινότητος τῶν ταπεινοτήτων
      δοτική τῇ ταπεινότητ ταῖς ταπεινότησ(ν)
    αιτιατική τὴν ταπεινότητ τὰς ταπεινότητᾰς
     κλητική ! ταπεινότης ταπεινότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ταπεινότητε
γεν-δοτ τοῖν  ταπεινοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ταπεινότης < ταπεινό(ς) + -της
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: ταπεινότητα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ταπεινότης, -ητος θηλυκό

  1. η ιδιότητα του χαμηλού αναστήματος
  2. εξευτελισμός
  3. αθυμία
  4. αχρειότητα, ευτέλεια