ταπεινόφρων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ταπεινόφρων & ταπεινόφρονας |
η | ταπεινόφρων | το | ταπεινόφρον |
γενική | του | ταπεινόφρονος & ταπεινόφρονα |
της | ταπεινόφρονος | του | ταπεινόφρονος |
αιτιατική | τον | ταπεινόφρονα | την | ταπεινόφρονα | το | ταπεινόφρον |
κλητική | ταπεινόφρων & ταπεινόφρονα |
ταπεινόφρων | ταπεινόφρον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ταπεινόφρονες | οι | ταπεινόφρονες | τα | ταπεινόφρονα |
γενική | των | ταπεινοφρόνων | των | ταπεινοφρόνων | των | ταπεινοφρόνων |
αιτιατική | τους | ταπεινόφρονες | τις | ταπεινόφρονες | τα | ταπεινόφρονα |
κλητική | ταπεινόφρονες | ταπεινόφρονες | ταπεινόφρονα | |||
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. | ||||||
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ταπεινόφρων < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ταπεινόφρων < αρχαία ελληνική ταπειν(ός) + -ό- + -φρων (φρήν)
Επίθετο
επεξεργασίαταπεινόφρων/-ονας, -ων, -ον
- (λόγιο) που έχει ταπεινοφροσύνη, που είναι ταπεινός
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ταπεινόφρων
|