• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

μετριότητα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετριότητα οι μετριότητες
      γενική της μετριότητας των μετριοτήτων
    αιτιατική τη μετριότητα τις μετριότητες
     κλητική μετριότητα μετριότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
μετριότητα < αρχαία ελληνική μετριότητα, αιτιατική ενικού τού μετριότης

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μετριότητα θηλυκό

  • το να είναι κάποιος ή κάτι μέτριο(ς)

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    μετριότητα
  • αγγλικά : mediocrity (en)
  • γαλλικά : médiocrité (fr)
  • λατινικά : mediocritas (la)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=μετριότητα&oldid=7113500"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Μαΐου 2025, στις 19:29

Γλώσσες

    • English
    • Français
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Μαΐου 2025, στις 19:29.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας