Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μετριότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
μετριότητ
α
οι
μετριότητ
ες
γενική
της
μετριότητ
ας
των
μετριοτήτ
ων
αιτιατική
τη
μετριότητ
α
τις
μετριότητ
ες
κλητική
μετριότητ
α
μετριότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μετριότητα
<
αρχαία ελληνική
μετριότητα
,
αιτιατική
ενικού
τού
μετριότης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μετριότητα
θηλυκό
το να είναι κάποιος ή κάτι
μέτριο(ς)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μετριότητα
αγγλικά
:
mediocrity
(en)
γαλλικά
:
médiocrité
(fr)
λατινικά
:
mediocritas
(la)