Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μετριότης αἱ μετριότητες
      γενική τῆς μετριότητος τῶν μετριοτήτων
      δοτική τῇ μετριότητ ταῖς μετριότησ(ν)
    αιτιατική τὴν μετριότητ τὰς μετριότητᾰς
     κλητική ! μετριότης μετριότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μετριότητε
γεν-δοτ τοῖν  μετριοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετριότης < μέτριο(ς) + -της
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: μετριότητα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μετριότης, -ητος θηλυκό

  1. μετριοπάθεια, όχι υπερβολή
  2. μεσαία κατάσταση

  Πηγές επεξεργασία