↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κομπαστής οι κομπαστές
      γενική του κομπαστή των κομπαστών
    αιτιατική τον κομπαστή τους κομπαστές
     κλητική κομπαστή κομπαστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κομπαστής < αρχαία ελληνική κομπαστής

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kom.baˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐μπα‐στής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κομπαστής αρσενικό (θηλυκό: κομπάστρια)

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία

κομπαστής < κομπάζω + -τής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κομπαστής αρσενικό