ριψοκίνδυνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ριψοκίνδυνα < ριψοκίνδυνος + -α < αρχαία ελληνική ῥιψοκίνδυνος < ῥίπτω + κίνδυνος
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɾi.psoˈcin.ði.na/
Επίρρημα
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
ριψοκίνδυνα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ριψοκίνδυνος