επικινδύνως
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επικινδύνως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπικινδύνως < ἐπικίνδυνος. Συγχρονικά αναλύεται σε επικίνδυν(ος) + -ως.
Επίρρημα επεξεργασία
επικινδύνως
Εκφράσεις επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επικινδύνως
|
Πηγές επεξεργασία
- επικίνδυνος (& επικινδύνως) - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας