Ετυμολογία

επεξεργασία
ακίνδυνα < ακίνδυνος

  Επίρρημα

επεξεργασία

ακίνδυνα

  1. χωρίς κίνδυνο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία


  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

ακίνδυνα ουδέτερο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ακίνδυνο