πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έξοδος κινδύνου οι έξοδοι κινδύνου
      γενική της εξόδου κινδύνου των εξόδων κινδύνου
    αιτιατική την έξοδο κινδύνου τις εξόδους κινδύνου
     κλητική έξοδε κινδύνου έξοδοι κινδύνου
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
έξοδος κινδύνου <  δείτε τις λέξεις έξοδος και κίνδυνος

Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

έξοδος κινδύνου θηλυκό

  • μία έξοδος που επιτρέπει τη γρήγορη εκκένωση ενός χώρου σε έκτακτη ανάγκη

Μεταφράσεις

επεξεργασία