Ετυμολογία

επεξεργασία

sortie de secours < → δείτε τις λέξεις sortie και secours

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sɔʁ.ti də sǝ.kuʁ/

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

sortie de secours (fr) θηλυκό