κινδυνολόγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κινδυνολόγος < κινδυνολογ(ία) + -ος. Δείτε και -λόγος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακινδυνολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- που μεγαλοποιεί τους κινδύνους· που προκαλεί σε άλλους αισθήματα άσκοπης ανησυχίας ή/και πανικού με τους ισχυρισμούς του/της
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κίνδυνος