↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρακινδυνευμένος η παρακινδυνευμένη το παρακινδυνευμένο
      γενική του παρακινδυνευμένου της παρακινδυνευμένης του παρακινδυνευμένου
    αιτιατική τον παρακινδυνευμένο την παρακινδυνευμένη το παρακινδυνευμένο
     κλητική παρακινδυνευμένε παρακινδυνευμένη παρακινδυνευμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρακινδυνευμένοι οι παρακινδυνευμένες τα παρακινδυνευμένα
      γενική των παρακινδυνευμένων των παρακινδυνευμένων των παρακινδυνευμένων
    αιτιατική τους παρακινδυνευμένους τις παρακινδυνευμένες τα παρακινδυνευμένα
     κλητική παρακινδυνευμένοι παρακινδυνευμένες παρακινδυνευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παρακινδυνευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παρακινδυνεύω

παρακινδυνευμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία