Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική niebezpieczeństwo niebezpieczeństwa
γενική niebezpieczeństwa niebezpieczeństw
δοτική niebezpieczeństwu niebezpieczeństwom
αιτιατική niebezpieczeństwo niebezpieczeństwa
οργανική niebezpieczeństwem niebezpieczeństwami
τοπική niebezpieczeństwu niebezpieczeństwach
κλητική niebezpieczeństwo niebezpieczeństwa

  Ετυμολογία επεξεργασία

niebezpieczeństwo < nie- + bezpieczeństwo (ασφάλεια)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˌɲɛbɛspʲjɛˈt͡ʃ̑ɛ̃j̃stfɔ/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

niebezpieczeństwo (pl) αρσενικό

  1. κίνδυνος, έλλειψη ασφάλειας
    istnieje niebezpieczeństwo rozprzestrzenienia się ognia na kolejne budynki
    - υπάρχει (ο) κίνδυνος να επεκταθεί η φωτιά και στα διπλανά κτιρια

Συγγενικά επεξεργασία