αλληλένδετος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλληλένδετος < (ελληνιστική κοινή) ἀλληλένδετος < αρχαία ελληνική ἀλλήλων + δετός
Επίθετο
επεξεργασίααλληλένδετος, -η, -ο
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλληλένδετος
αλληλένδετος, -η, -ο