δετός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δετός | η | δετή | το | δετό |
γενική | του | δετού | της | δετής | του | δετού |
αιτιατική | τον | δετό | τη | δετή | το | δετό |
κλητική | δετέ | δετή | δετό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δετοί | οι | δετές | τα | δετά |
γενική | των | δετών | των | δετών | των | δετών |
αιτιατική | τους | δετούς | τις | δετές | τα | δετά |
κλητική | δετοί | δετές | δετά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δετός < αρχαία ελληνική δετός < δέω
Επίθετο
επεξεργασίαδετός
- που χρειάζεται δέσιμο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δετός
|