Ετυμολογία

επεξεργασία
πάει ο νους μου < → δείτε τις λέξεις πάω και νους

  Έκφραση

επεξεργασία

πάει ο νους μου

  • κάνω μια σκέψη, σκέφτομαι κάποιον ή κάτι
    ⮡  Πού πάει ο νους σου; Ποιον υποπτεύεσαι;
    ※  Κι όταν κοιτάς το φεγγάρι και τ' άστρα, πώς θες να μην πάει ο νους σου στον Θεό; (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού, 1954 [μυθιστόρημα])