savvy
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | savvy |
συγκριτικός | savvier |
υπερθετικός | savviest |
savvy (en)
- βαθύς γνώστης της "ζωής", σοφός
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη intelligent
Ουσιαστικό
επεξεργασία- η βαθιά-θεμελιώδης γνώση
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | savvy |
γ΄ ενικό ενεστώτα | savvies |
αόριστος | savvied |
παθητική μετοχή | savvied |
ενεργητική μετοχή | savvying |
savvy (en)
- κατανοώ σε βάθος, καταλαβαίνω, γνωρίζω