diligent
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | diligent | diligents |
θηλυκό | diligente | diligentes |
Επίθετο επεξεργασία
diligent (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | diligent | diligents |
θηλυκό | diligente | diligentes |
diligent (fr)