diligent
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | diligent |
συγκριτικός | more diligent |
υπερθετικός | most diligent |
Επίθετο
επεξεργασία- επιμελής
- ⮡ He is very diligent in his work.
- Είναι πολύ επιμελής στη δουλειά του.
- ≈ συνώνυμα: hard-working, industrious, painstaking και thorough
- ⮡ He is very diligent in his work.
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | diligent | diligents |
θηλυκό | diligente | diligentes |
Επίθετο
επεξεργασίαdiligent (fr)