παραθετικά
θετικός diligent
συγκριτικός more diligent
υπερθετικός most diligent

  Επίθετο

επεξεργασία

diligent (en) (επίσημο)



γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό diligent diligents
θηλυκό diligente diligentes

  Επίθετο

επεξεργασία

diligent (fr)

  1. (παρωχημένο) επιμελής
  2. σβέλτος, ταχύς

Συγγενικά

επεξεργασία