σβέλτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σβέλτος | η | σβέλτη | το | σβέλτο |
γενική | του | σβέλτου | της | σβέλτης | του | σβέλτου |
αιτιατική | τον | σβέλτο | τη | σβέλτη | το | σβέλτο |
κλητική | σβέλτε | σβέλτη | σβέλτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σβέλτοι | οι | σβέλτες | τα | σβέλτα |
γενική | των | σβέλτων | των | σβέλτων | των | σβέλτων |
αιτιατική | τους | σβέλτους | τις | σβέλτες | τα | σβέλτα |
κλητική | σβέλτοι | σβέλτες | σβέλτα | |||
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σβέλτος < (άμεσο δάνειο) ιταλική svelto < δημώδης λατινική *soltus < λατινική solutus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος solvo < se- + luo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *lewh₃- (λύω, χωρίζω, ελευθερώνω)
Επίθετο
επεξεργασίασβέλτος, -η, -ο