solvo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | solvo | solvoj |
αιτιατική | solvon | solvojn |
solvo (eo)
- η λύση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | solvo | solvoj |
αιτιατική | solvon | solvojn |
solvo (eo)