Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η σβελτοσύνη
      γενική της σβελτοσύνης
    αιτιατική τη σβελτοσύνη
     κλητική σβελτοσύνη
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σβελτοσύνη < σβέλτος + -οσύνη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σβελτοσύνη θηλυκό, μόνο στον ενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία