diligence
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
diligence (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
diligence | diligences |
Ουσιαστικό επεξεργασία
diligence (fr) θηλυκό
diligence (en)
ενικός | πληθυντικός |
diligence | diligences |
diligence (fr) θηλυκό