Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

diligence (en)

  1. η επιμέλεια, ο ζήλος



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
diligence diligences

  Ουσιαστικό επεξεργασία

diligence (fr) θηλυκό

  1. η επιμέλεια
  2. η βιασύνη
  3. άμαξα που τραβιόταν από τέσσερα άλογα και μετέφερε ταξιδιώτες