παραθετικά
θετικός hard-working
συγκριτικός more hard-working
υπερθετικός most hard-working

  Ετυμολογία

επεξεργασία
hard-working < hard + working

  Επίθετο

επεξεργασία

hard-working (en)

  • σκληρά εργαζόμενος
    ⮡  I met some amazingly talented and hard-working people.
    Συνάντησα μερικούς εκπληκτικά ταλαντούχους και σκληρά εργαζόμενους ανθρώπους.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη diligent