Ετυμολογία

επεξεργασία
out-and-out < → δείτε τις λέξεις out και and

  Επίθετο

επεξεργασία

out-and-out (en)

  • τέλειος, πέρα ως πέρα
    ⮡  He’s an out-and-out scoundrel.
    Είναι παλιάνθρωπος πέρα ως πέρα./Είναι τέλειος παλιάνθρωπος.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη total