outright
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
outright (en) (χωρίς παραθετικά)
- σαφής, καθαρός, κατηγορηματικός, αναμφισβήτητος
- ειλικρινής
- ↪ an outright manner - ειλικρινής τρόπος
Επίρρημα επεξεργασία
outright (en) (χωρίς παραθετικά)
- καθαρά, με άμεσο τρόπο και χωρίς να προσπαθεί να κρύψει τίποτα
- ↪ I will tell him outright what I think of him.
- Θα του πω καθαρά τι σκέφτομαι γι' αυτόν.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη explicitly
- ↪ I will tell him outright what I think of him.
- απολύτως, κατηγορηματικά
- ↪ He was outright rude.
- Ήταν απολύτως αγενής.
- ↪ She outright refused.
- Αρνήθηκε κατηγορηματικά.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη completely
- ↪ He was outright rude.
- μονομιάς, επί τόπου, όχι σταδιακά· αμέσως
- ↪ They bought the house outright (=not in installments).
- Αγόρασαν το σπίτι μονομιάς (=όχι με δόσεις).
- ↪ He was killed outright.
- Σκοτώθηκε επί τόπου.
- ↪ They bought the house outright (=not in installments).