Ετυμολογία

επεξεργασία
outright < out + right

  Επίθετο

επεξεργασία

outright (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. σαφής, καθαρός, κατηγορηματικός, αναμφισβήτητος
    ⮡  an outright loss - σαφής/καθαρή ζημιά
    ⮡  an outright denial - κατηγορηματική άρνηση
    ⮡  She was the outright winner.
    Ήταν η αναμφισβήτητη νικητήρια.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη total
  2. ειλικρινής
    ⮡  an outright manner - ειλικρινής τρόπος

  Επίρρημα

επεξεργασία

outright (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. καθαρά, με άμεσο τρόπο και χωρίς να προσπαθεί να κρύψει τίποτα
    ⮡  I will tell him outright what I think of him.
    Θα του πω καθαρά τι σκέφτομαι γι' αυτόν.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη explicitly
  2. απολύτως, κατηγορηματικά
    ⮡  He was outright rude.
    Ήταν απολύτως αγενής.
    ⮡  She outright refused.
    Αρνήθηκε κατηγορηματικά.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη completely
  3. μονομιάς, επί τόπου, όχι σταδιακά· αμέσως
    ⮡  They bought the house outright (=not in installments).
    Αγόρασαν το σπίτι μονομιάς (=όχι με δόσεις).
    ⮡  He was killed outright.
    Σκοτώθηκε επί τόπου.