Ετυμολογία

επεξεργασία
finally < final + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

finally (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. τελικά, επιτέλους, πότε πια, μετά από πολύ καιρό, ειδικά όταν υπήρξε κάποια δυσκολία ή καθυστέρηση
    ⮡  After so many days in the jungle, we finally reached an inhabited area.
    Μετά από τόσες μέρες στη ζούγκλα φτάσαμε επιτέλους σε κατοικημένη περιοχή.
    ⮡  Finally we’ll finish!
    Πότε πια θα τελειώσουμε!
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη eventually
  2. πια, πλήρως, με τρόπο που τελειώνει κάθε συζήτηση για κάτι
    ⮡  Tomorrow we are finally leaving, without fail.
    Αύριο πια φεύγουμε, το δίχως άλλο.
    ⮡  The boss declared he was finally satisfied with the work.
    Το αφεντικό δήλωσε πλήρως ικανοποιημένος από το έργο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη completely