finally
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαfinally (en) (χωρίς παραθετικά)
- τελικά, επιτέλους, πότε πια, μετά από πολύ καιρό, ειδικά όταν υπήρξε κάποια δυσκολία ή καθυστέρηση
- ⮡ After so many days in the jungle, we finally reached an inhabited area.
- Μετά από τόσες μέρες στη ζούγκλα φτάσαμε επιτέλους σε κατοικημένη περιοχή.
- ⮡ Finally we’ll finish!
- Πότε πια θα τελειώσουμε!
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη eventually
- ⮡ After so many days in the jungle, we finally reached an inhabited area.
- πια, πλήρως, με τρόπο που τελειώνει κάθε συζήτηση για κάτι
- ⮡ Tomorrow we are finally leaving, without fail.
- Αύριο πια φεύγουμε, το δίχως άλλο.
- ⮡ The boss declared he was finally satisfied with the work.
- Το αφεντικό δήλωσε πλήρως ικανοποιημένος από το έργο.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη completely
- ⮡ Tomorrow we are finally leaving, without fail.