Ετυμολογία

επεξεργασία
eventually < eventual + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

eventually (en) (χωρίς παραθετικά)

  • τελικά, επιτέλους, στο τέλος μιας χρονικής περιόδου ή μιας σειράς γεγονότων
    ⮡  The plaintiff eventually withdrew the charge.
    Ο ενάγων τελικά απέσυρε τη μήνυση.
    ⮡  After so many days in the jungle, we eventually reached an inhabited area.
    Μετά από τόσες μέρες στη ζούγκλα φτάσαμε επιτέλους σε κατοικημένη περιοχή.
     συνώνυμα:  finally