παραθετικά
θετικός exhaustively
συγκριτικός more exhaustively
υπερθετικός most exhaustively

  Ετυμολογία

επεξεργασία
exhaustively < exhaustive + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

exhaustively (en)

  • εξαντλητικά, με πολύ προσεκτικό ή ολοκληρωμένο τρόπο
    ⮡  The subject has not been studied exhaustively.
    Το θέμα δεν έχει μελετηθεί εξαντλητικά.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη completely