exhaustive
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | exhaustive |
συγκριτικός | more exhaustive |
υπερθετικός | most exhaustive |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαexhaustive (en)
- λεπτομερής, εξαντλητικός, περιλαμβάνει όλα τα δυνατά
- ⮡ an exhaustive inquiry/study - μια εξαντλητική έρευνα/μελέτη
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- exhaustive - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 301. ISBN 9780194325684., λήμμα: εξαντλητικός