Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξαντλητικά < εξαντλητικός

  Επίρρημα επεξεργασία

εξαντλητικά

  1. με εξαντλητικό τρόπο
    δουλεύει εξαντλητικά εδώ και πολλούς μήνες

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

εξαντλητικά