Ετυμολογία

επεξεργασία

εξαντλητικά < εξαντλητικός

  Επίρρημα

επεξεργασία

εξαντλητικά

  1. με εξαντλητικό τρόπο
    δουλεύει εξαντλητικά εδώ και πολλούς μήνες

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

εξαντλητικά