εξαντλητικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαεξαντλητικά < εξαντλητικός
Επίρρημα
επεξεργασίαεξαντλητικά
- με εξαντλητικό τρόπο
- δουλεύει εξαντλητικά εδώ και πολλούς μήνες
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξαντλητικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαεξαντλητικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξαντλητικό