utterly
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
utterly (en) (χωρίς παραθετικά)
- απόλυτα
- ↪ I am utterly wrong.
- Έχω απόλυτα άδικο.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη completely
- ↪ I am utterly wrong.
utterly (en) (χωρίς παραθετικά)