Δείτε επίσης: ἡσυχαστής
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ησυχαστής οι ησυχαστές
      γενική του ησυχαστή των ησυχαστών
    αιτιατική τον ησυχαστή τους ησυχαστές
     κλητική ησυχαστή ησυχαστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ησυχαστής < μεσαιωνική ελληνική ησυχαστής (ίδια σημασία) < (ελληνιστική κοινήἡσυχαστής (ερημίτης) < αρχαία ελληνική ἡσυχάζω < ἥσυχος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.si.xaˈstis/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ησυχαστής αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία