Δείτε επίσης: ἡσυχαστικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ησυχαστικός η ησυχαστική το ησυχαστικό
      γενική του ησυχαστικού της ησυχαστικής του ησυχαστικού
    αιτιατική τον ησυχαστικό την ησυχαστική το ησυχαστικό
     κλητική ησυχαστικέ ησυχαστική ησυχαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ησυχαστικοί οι ησυχαστικές τα ησυχαστικά
      γενική των ησυχαστικών των ησυχαστικών των ησυχαστικών
    αιτιατική τους ησυχαστικούς τις ησυχαστικές τα ησυχαστικά
     κλητική ησυχαστικοί ησυχαστικές ησυχαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. ησυχαστικός < (ελληνιστική κοινήἡσυχαστικός
  2. ησυχαστικός < μεσαιωνική ελληνική ησυχαστικός < ησυχάζω

  Επίθετο επεξεργασία

ησυχαστικός, -ή, -ό

  1. που ησυχάζει
     συνώνυμα: ηρεμιστικός, καταπραϋντικός
  2. (θρησκεία) που έχει σχέση με τον ησυχασμό ή τον ησυχαστή ή αναφέρεται σ’ αυτούς

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία