Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ησυχαστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ἡσυχαστικός
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ησυχαστικ
ός
η
ησυχαστικ
ή
το
ησυχαστικ
ό
γενική
του
ησυχαστικ
ού
της
ησυχαστικ
ής
του
ησυχαστικ
ού
αιτιατική
τον
ησυχαστικ
ό
την
ησυχαστικ
ή
το
ησυχαστικ
ό
κλητική
ησυχαστικ
έ
ησυχαστικ
ή
ησυχαστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ησυχαστικ
οί
οι
ησυχαστικ
ές
τα
ησυχαστικ
ά
γενική
των
ησυχαστικ
ών
των
ησυχαστικ
ών
των
ησυχαστικ
ών
αιτιατική
τους
ησυχαστικ
ούς
τις
ησυχαστικ
ές
τα
ησυχαστικ
ά
κλητική
ησυχαστικ
οί
ησυχαστικ
ές
ησυχαστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ησυχαστικός
< (
ελληνιστική κοινή
)
ἡσυχαστικός
ησυχαστικός
<
μεσαιωνική ελληνική
ησυχαστικός
<
ησυχάζω
Επίθετο
επεξεργασία
ησυχαστικός, -ή, -ό
που
ησυχάζει
≈
συνώνυμα
:
ηρεμιστικός
,
καταπραϋντικός
(
θρησκεία
) που έχει
σχέση
με τον
ησυχασμό
ή τον
ησυχαστή
ή αναφέρεται σ’ αυτούς
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
ησυχασμός
,
ησυχάζω
και
ήσυχος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
που έχει σχέση με τον ησυχασμό ή τον ησυχαστή
αγγλικά
:
quietist
(en)
γαλλικά
:
quiétiste
(fr)
ιταλικά
:
quietista
(it)