ησυχαστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ησυχαστικός < (ελληνιστική κοινή) ἡσυχαστικός
- ησυχαστικός < μεσαιωνική ελληνική ησυχαστικός < ησυχάζω
Επίθετο
επεξεργασία
ησυχαστικός, -ή, -ό