ησυχασμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ησυχασμός < ησυχάζω + -μός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική hesychasm < μεσαιωνική ελληνική ησυχαστής)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαησυχασμός αρσενικό
- (θρησκεία) ορθόδοξη χριστιανική μέθοδος προσευχής, ενδοσκόπησης και επικοινωνίας με το θεό με τρόπο ψυχοσωματικό
- (ιστορία) σχετικό θρησκευτικό, κοινωνικό και πολιτικό κίνημα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατά το 14° και 15° αιώνα μ.Χ.
- Στην Ύστερη Βυζαντινή περίοδο η παραπάνω πίστη αποτέλεσε όχι μόνο την καρδιά μιας πνευματικής κίνησης αλλά και το κύριο σημείο διαφωνίας μεταξύ κοινωνικών ομάδων. Eπίσης, εντάχθηκε σ' ένα ευρύ πλαίσιο πολιτικών, θρησκευτικών και κοινωνικών προστριβών που διαδραματίζονταν την ίδια περίοδο. Έτσι, ο όρος Ησυχασμός χρησιμοποιήθηκε επιπρόσθετα για να γίνεται αναφορά σ' αυτά τα θρησκευτικά, πολιτικά και κοινωνικά κινήματα του 14ου και 15ου αιώνα στο Bυζάντιο. (*)
Συγγενικά
επεξεργασία- εφησυχασμός
- ησυχαστής
- ησυχαστικός
- → δείτε τις λέξεις ησυχάζω και ήσυχος
Δείτε επίσης
επεξεργασία- ησυχασμός στη Βικιπαίδεια