ενεστώτας oscillate
γ΄ ενικό ενεστώτα oscillates
αόριστος oscillated
παθητική μετοχή oscillated
ενεργητική μετοχή oscillating

oscillate (en)

  1. ταλαντεύομαι
  2. κυμαίνομαι, υφίσταμαι διακύμανση

Συνώνυμα

επεξεργασία

και

  • wigwag (en) (ανεπίσημο)
  • wiggle (en) (για μικρού εύρους ταλάντωση· πάνω κάτω ή αριστερά δεξιά/πλευρικά)