wobble
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | wobble |
γ΄ ενικό ενεστώτα | wobbles |
αόριστος | wobbled |
παθητική μετοχή | wobbled |
ενεργητική μετοχή | wobbling |
Ρήμα
επεξεργασίαwobble (en)
- τρικλίζω
- ↪ He wobbled on his bicycle.
- Τρίκλιζε στο ποδήλατό του.
- ↪ The drunk man wobbled up to me.
- Ο μεθυσμένος με πλησίασε τρικλίζοντας.
- ↪ He wobbled on his bicycle.
Πηγές
επεξεργασία- wobble - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 892-892. ISBN 9780194325684., λήμμα: τρικλίζω