ενεστώτας wobble
γ΄ ενικό ενεστώτα wobbles
αόριστος wobbled
παθητική μετοχή wobbled
ενεργητική μετοχή wobbling

wobble (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) κουνώ από πλευρά σε πλευρά
    ⮡  This chair is wobbling, can you bring me another?
    Η καρέκλα αυτή κουνάει, μου φέρνετε μιαν άλλη;
    ⮡  This table wobbles.
    Αυτό το τραπέζι κουνιέται.
  2. (αμετάβατο) τρικλίζω, κινούμαι όχι σταθερά
    ⮡  He wobbled on his bicycle.
    Τρίκλιζε στο ποδήλατό του.
    ⮡  The drunk man wobbled up to me.
    Ο μεθυσμένος με πλησίασε τρικλίζοντας.