ενεστώτας wobble
γ΄ ενικό ενεστώτα wobbles
αόριστος wobbled
παθητική μετοχή wobbled
ενεργητική μετοχή wobbling

wobble (en)

  • τρικλίζω
    He wobbled on his bicycle.
    Τρίκλιζε στο ποδήλατό του.
    The drunk man wobbled up to me.
    Ο μεθυσμένος με πλησίασε τρικλίζοντας.