wobble
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | wobble |
γ΄ ενικό ενεστώτα | wobbles |
αόριστος | wobbled |
παθητική μετοχή | wobbled |
ενεργητική μετοχή | wobbling |
Ρήμα
επεξεργασίαwobble (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κουνώ από πλευρά σε πλευρά
- ⮡ This chair is wobbling, can you bring me another?
- Η καρέκλα αυτή κουνάει, μου φέρνετε μιαν άλλη;
- ⮡ This table wobbles.
- Αυτό το τραπέζι κουνιέται.
- ⮡ This chair is wobbling, can you bring me another?
- (αμετάβατο) τρικλίζω, κινούμαι όχι σταθερά
- ⮡ He wobbled on his bicycle.
- Τρίκλιζε στο ποδήλατό του.
- ⮡ The drunk man wobbled up to me.
- Ο μεθυσμένος με πλησίασε τρικλίζοντας.
- ⮡ He wobbled on his bicycle.
Πηγές
επεξεργασία- wobble - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 892-892. ISBN 9780194325684., λήμμα: τρικλίζω