wobbling
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
wobbling | wobblings |
wobbling (en)
- ταλάντευση, κλυδωνισμός (λόγω φθοράς υλικού, μη σωστής εφαρμογής)
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαwobbling (en)
ενικός | πληθυντικός |
wobbling | wobblings |
wobbling (en)
wobbling (en)