παρανάγνωση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- παρανάγνωση < (παρα-) παρ- + ανάγνω(σις) -ση, (μεταφραστικό δάνειο) νεολατινική falsa lectio[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.ɾaˈna.ɣno.si/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
παρανάγνωση θηλυκό
- (γλωσσολογία, παλαιογραφία) εσφαλμένη ανάγνωση (όπως κατά την αντιγραφή χειρογράφων)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
παρανάγνωση
Επεξεργασία
- ↑ «παρανάγνωση» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.