πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρανάγνωση οι παραναγνώσεις
      γενική της παρανάγνωσης* των παραναγνώσεων
    αιτιατική την παρανάγνωση τις παραναγνώσεις
     κλητική παρανάγνωση παραναγνώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παραναγνώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

παρανάγνωση θηλυκό

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία