tremendously
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | tremendously |
συγκριτικός | more tremendously |
υπερθετικός | most tremendously |
Ετυμολογία
επεξεργασία- tremendously < tremendous + -ly
Επίρρημα
επεξεργασίαtremendously (en)
παραθετικά | |
θετικός | tremendously |
συγκριτικός | more tremendously |
υπερθετικός | most tremendously |
tremendously (en)