↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το ρέγουλο
      γενική του ρέγουλου
    αιτιατική το ρέγουλο
     κλητική ρέγουλο
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρέγουλο < ρέγουλ(α) (θηλυκό) + -ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ρέγουλο ουδέτερο, μόνο στον ενικό

  • (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του ρέγουλα
    ※  Η διαδρομή είναι απολαυστική, ειδικά το τελευταίο μέρος του μονοπατιού που κρέμεται πάνω απ' τη θάλασσα. Όμως, είναι μέτριας δυσκολίας και διαρκεί περί τις 2,5 ώρες πήγαιν' έλα, συνεπώς με ρέγουλο το θείο τσιπουράκι του Φιλάρετου, δεν μπορεί να τρεκλίζεις, η ασφάλεια πρωτεύει. (*)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία