ρέγουλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρέγουλα | οι | ρέγουλες |
γενική | της | ρέγουλας | — | |
αιτιατική | τη | ρέγουλα | τις | ρέγουλες |
κλητική | ρέγουλα | ρέγουλες | ||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ρέγουλα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ρέγουλα < λατινική regula < rego < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₃reǵ-
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρέγουλα θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ρέγουλα
|