Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρεγουλάρω < ρέγουλ(α) + -άρω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɾe.ɣuˈla.ɾo/

  Ρήμα επεξεργασία

ρεγουλάρω, πρτ.: ρεγουλάριζα, στ.μέλλ.: θα ρεγουλάρω, αόρ.: ρεγουλάρισα, παθ.φωνή: ρεγουλάρομαι

  1. ρυθμίζω κάτι ώστε να λειτουργεί όπως πρέπει
  2. κάνω κάτι με μέτρο

  Μεταφράσεις επεξεργασία